απομόναχος

απομόναχος
-η, -ο κ. -μοναχός, -ή, -ό
1. εντελώς μόνος
2. φρ. «μόνος κι απομόναχος» — παντέρημος
3. «απομοναχός του να 'ναι» (για κακότυχο που απευχόμαστε να' χουμε την τύχη του)
4. αυθόρμητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”